επιτήδειος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(14) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐπιτήδειος]], -ον και -ος, -εία, -ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, -έη, -εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιδέξιος]], [[κατάλληλος]], [[έμπειρος]] (α. «[[νομάς]] τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπιτήδεια</i><br />τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τρόφιμα, εφόδια («χρόνον ἐμμείναντες ἐν τῇ Ἀττικῄ ὅσον εἶχον τὰ ἐπιτήδεια», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[έξυπνος]], [[καταφερτζής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδέξια]] κατασκευασμένος, ο όμορφος<br /><b>2.</b> [[χαρακτηριστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐπιτηδεία</i><br />η [[επιδεξιότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], αρμόζων, [[αναγκαίος]] («πονηρὰ καὶ οὐκ ἐπιτήδεια τῷ δήμῳ τῷ ὑμετέρῳ πράττοντας», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οικείος]], [[φιλικός]], [[χρήσιμος]] («[[ἐπιτήδειος]] μέν μοι τυγχάνεις ὤν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> ο [[άξιος]] να υποστεί [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>4.</b> (το αρχ. ως ουσ.) | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἐπιτήδειος]], -ον και -ος, -εία, -ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, -έη, -εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιδέξιος]], [[κατάλληλος]], [[έμπειρος]] (α. «[[νομάς]] τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπιτήδεια</i><br />τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τρόφιμα, εφόδια («χρόνον ἐμμείναντες ἐν τῇ Ἀττικῄ ὅσον εἶχον τὰ ἐπιτήδεια», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[έξυπνος]], [[καταφερτζής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδέξια]] κατασκευασμένος, ο όμορφος<br /><b>2.</b> [[χαρακτηριστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐπιτηδεία</i><br />η [[επιδεξιότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], αρμόζων, [[αναγκαίος]] («πονηρὰ καὶ οὐκ ἐπιτήδεια τῷ δήμῳ τῷ ὑμετέρῳ πράττοντας», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οικείος]], [[φιλικός]], [[χρήσιμος]] («[[ἐπιτήδειος]] μέν μοι τυγχάνεις ὤν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> ο [[άξιος]] να υποστεί [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>4.</b> (το αρχ. ως ουσ.) ὁ [[ἐπιτήδειος]]<br />[[συγγενής]], [[στενός]] [[φίλος]] («ἦν μοι [[ἐπιτήδειος]] καὶ [[φίλος]]», Λυσ.)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[άξιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» — τα αναγκαία για [[περιβολή]] του ανθρώπινου σώματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτήδεια</i> (Μ ἐπιτήδεια)<br />με [[επιτηδειότητα]], με [[τάξη]], [[κατάλληλα]], [[επιδέξια]], προσεκτικά<br />(AM <i>ἐπιτηδείως</i> και ιων. τ. [[ἐπιτηδέως]])<br /><b>1.</b> όπως [[πρέπει]], με τρόπο κατάλληλο, αρμόζοντα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιτηδείως ἔχω τινί» — έχω [[φιλία]], [[διάκειμαι]] φιλικά [[προς]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επίτηδες]]. Η αρχική [[σημασία]] «[[κατάλληλος]]» εξελίχθηκε σε «[[επιδέξιος]]». Το [[ενδιαφέρον]] όμως [[είναι]] ότι στη [[συνέχεια]] η θετική (εύσημη) αυτή [[σημασία]] εξελίχθηκε στην αρνητική (κακόσημη) «[[καπάτσος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 15 February 2019
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐπιτήδειος, -ον και -ος, -εία, -ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, -έη, -εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, -α, -ον)
1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ.
β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιτήδεια
τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τρόφιμα, εφόδια («χρόνον ἐμμείναντες ἐν τῇ Ἀττικῄ ὅσον εἶχον τὰ ἐπιτήδεια», Θουκ.)
μσν.- νεοελλ.
έξυπνος, καταφερτζής
μσν.
1. ο επιδέξια κατασκευασμένος, ο όμορφος
2. χαρακτηριστικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιτηδεία
η επιδεξιότητα
αρχ.-μσν.
(για πράγμ.) χρήσιμος, ωφέλιμος, αρμόζων, αναγκαίος («πονηρὰ καὶ οὐκ ἐπιτήδεια τῷ δήμῳ τῷ ὑμετέρῳ πράττοντας», Λυσ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) οικείος, φιλικός, χρήσιμος («ἐπιτήδειος μέν μοι τυγχάνεις ὤν», Λυσ.)
2. ο άξιος να υποστεί κάτι
3. ευνοϊκός
4. (το αρχ. ως ουσ.) ὁ ἐπιτήδειος
συγγενής, στενός φίλος («ἦν μοι ἐπιτήδειος καὶ φίλος», Λυσ.)
5. (με γεν.) άξιος
6. φρ. «τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» — τα αναγκαία για περιβολή του ανθρώπινου σώματος.
επίρρ...
επιτήδεια (Μ ἐπιτήδεια)
με επιτηδειότητα, με τάξη, κατάλληλα, επιδέξια, προσεκτικά
(AM ἐπιτηδείως και ιων. τ. ἐπιτηδέως)
1. όπως πρέπει, με τρόπο κατάλληλο, αρμόζοντα
2. φρ. «ἐπιτηδείως ἔχω τινί» — έχω φιλία, διάκειμαι φιλικά προς κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίτηδες. Η αρχική σημασία «κατάλληλος» εξελίχθηκε σε «επιδέξιος». Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι στη συνέχεια η θετική (εύσημη) αυτή σημασία εξελίχθηκε στην αρνητική (κακόσημη) «καπάτσος»].