άζυμος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄζυμος]], -ον)<br />(για άρτο [[κυρίως]]) ο παρασκευασμένος [[χωρίς]] [[ζύμωση]] ή [[προζύμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν ζυμώνει, που δεν έχει να ζυμώσει, [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἄζυμα</i><br />α) [[άζυμος]] [[άρτος]]<br />β) η [[εορτή]] τών αζύμων (<b>βλ.</b> [[Πάσχα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζύμη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀζυμίτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀζυμοφάγος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αζυμοσφραγίδα]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄζυμος]], -ον)<br />(για άρτο [[κυρίως]]) ο παρασκευασμένος [[χωρίς]] [[ζύμωση]] ή [[προζύμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν ζυμώνει, που δεν έχει να ζυμώσει, [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἄζυμα</i><br />α) [[άζυμος]] [[άρτος]]<br />β) η [[εορτή]] τών αζύμων (<b>βλ.</b> [[Πάσχα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζύμη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀζυμίτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀζυμοφάγος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αζυμοσφραγίδα]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄζυμος, -ον)
(για άρτο κυρίως) ο παρασκευασμένος χωρίς ζύμωση ή προζύμι
νεοελλ.
αυτός που δεν ζυμώνει, που δεν έχει να ζυμώσει, φτωχός
αρχ.-μσν.
(ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ἄζυμα
α) άζυμος άρτος
β) η εορτή τών αζύμων (βλ. Πάσχα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζύμη.
ΠΑΡ. μσν. ἀζυμίτης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀζυμοφάγος
νεοελλ.
αζυμοσφραγίδα].