άκαινα: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκαινα]], η (AM)<br /><b>1.</b> μυτερό όργανο, [[βουκέντρα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με 10 πόδια<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] για τη [[μέτρηση]] εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει στην [[τεχνική]] [[ορολογία]]<br />αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «[[βουκέντρα]]» και [[μονάδα]] μετρήσεως μήκους, από όπου [[μετά]] δήλωσε και [[μονάδα]] μετρήσεως επιφανείας. Συγγενείς σημασιολογικά [[είναι]] οι λ. <b>αρχ.</b> [[κάλαμος]], <b>λατ.</b> <i>pertica</i>, <b>γαλλ.</b> <i>perche</i>, οι οποίες δηλώνουν [[επίσης]] μονάδες μετρήσεως. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με ΙΕ [[ρίζα]]<br /><i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]» επαυξημένη με -<i>ν</i>- <i>ak</i>-<i>n</i>-<i>∂</i><sub>2</sub> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκαν</i>-<i>ια</i> &GT; [[ἄκαινα]], με [[επένθεση]]. Για περισσότερα <b>βλ.</b> [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=[[ἄκαινα]], η (AM)<br /><b>1.</b> μυτερό όργανο, [[βουκέντρα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με 10 πόδια<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] για τη [[μέτρηση]] εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. ανήκει στην [[τεχνική]] [[ορολογία]]<br />αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «[[βουκέντρα]]» και [[μονάδα]] μετρήσεως μήκους, από όπου [[μετά]] δήλωσε και [[μονάδα]] μετρήσεως επιφανείας. Συγγενείς σημασιολογικά [[είναι]] οι λ. <b>αρχ.</b> [[κάλαμος]], <b>λατ.</b> <i>pertica</i>, <b>γαλλ.</b> <i>perche</i>, οι οποίες δηλώνουν [[επίσης]] μονάδες μετρήσεως. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με ΙΕ [[ρίζα]]<br /><i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]» επαυξημένη με -<i>ν</i>- <i>ak</i>-<i>n</i>-<i>∂</i><sub>2</sub> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκαν</i>-<i>ια</i> > [[ἄκαινα]], με [[επένθεση]]. Για περισσότερα <b>βλ.</b> [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄκαινα, η (AM)
1. μυτερό όργανο, βουκέντρα
2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια
μσν.
μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία
αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και μονάδα μετρήσεως μήκους, από όπου μετά δήλωσε και μονάδα μετρήσεως επιφανείας. Συγγενείς σημασιολογικά είναι οι λ. αρχ. κάλαμος, λατ. pertica, γαλλ. perche, οι οποίες δηλώνουν επίσης μονάδες μετρήσεως. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με ΙΕ ρίζα
ακ- «αιχμηρός, οξύς, μυτερός, κοφτερός» επαυξημένη με -ν- ak-n-2 < ἀκαν-ια > ἄκαινα, με επένθεση. Για περισσότερα βλ. λήμμα ακ-].