ημερεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(16)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἡμερεύω]] (Α) [[ημέρα]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου, [[διημερεύω]] [[κάπου]] («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] όλη την [[ημέρα]], [[οδοιπορώ]] όλη την [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> [[εργάζομαι]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμερεύω]] ἐν πόνοισιν» — [[περνώ]] τις ημέρες μου με κόπους (<b>Ευρ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />και [[μερεύω]] [[ήμερος]]<br /><b>1.</b> [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]], [[εξημερώνω]] («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)<br /><b>2.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]] («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ήμερος]], δαμάζομαι, εξημερώνομαι<br /><b>4.</b> καταπραΰνομαι, [[καθησυχάζω]]<br /><b>5.</b> εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἡμερεύω]] (Α) [[ημέρα]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου, [[διημερεύω]] [[κάπου]] («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] όλη την [[ημέρα]], [[οδοιπορώ]] όλη την [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> [[εργάζομαι]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμερεύω]] ἐν πόνοισιν» — [[περνώ]] τις ημέρες μου με κόπους (<b>Ευρ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />και [[μερεύω]] [[ήμερος]]<br /><b>1.</b> [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]], [[εξημερώνω]] («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)<br /><b>2.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]] («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ήμερος]], δαμάζομαι, εξημερώνομαι<br /><b>4.</b> καταπραΰνομαι, [[καθησυχάζω]]<br /><b>5.</b> εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 13:06, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἡμερεύω (Α) ημέρα
1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.)
2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα
3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια της ημέρας
4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» — περνώ τις ημέρες μου με κόπους (Ευρ.).
(II)
και μερεύω ήμερος
1. τιθασεύω, δαμάζω, εξημερώνω («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)
3. γίνομαι ήμερος, δαμάζομαι, εξημερώνομαι
4. καταπραΰνομαι, καθησυχάζω
5. εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.