ημερεύω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Greek Monolingual
(I)
ἡμερεύω (Α) ημέρα
1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.)
2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα
3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια της ημέρας
4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» — περνώ τις ημέρες μου με κόπους (Ευρ.).
(II)
και μερεύω ήμερος
1. τιθασεύω, δαμάζω, εξημερώνω («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)
3. γίνομαι ήμερος, δαμάζομαι, εξημερώνομαι
4. καταπραΰνομαι, καθησυχάζω
5. εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.