ιδιόκτητος: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόκτητος]], -ον)<br />αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική [[περιουσία]] («ιδιόκτητο [[μέγαρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), | |mltxt=η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόκτητος]], -ον)<br />αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική [[περιουσία]] («ιδιόκτητο [[μέγαρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), [[πρβλ]]. [[δορίκτητος]], [[θεόκτητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:18, 23 August 2021
Greek Monolingual
η, -ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, -ον)
αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορίκτητος, θεόκτητος].