ιάζω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(17)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰάζω]] (Α) [[ίον]]<br />έχω [[χρώμα]] ίου, μενεξέ.———————— <b>(II)</b><br />[[ἰάζω]] (Α) [[ιός</i> (ΙV)]<br />(για τη [[χολή]]) [[είμαι]] [[πράσινος]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἰάζω]] (Μ) [<i>ιά</i> (I)]<br />[[κράζω]] μεγαλοφώνως, [[κραυγάζω]].———————— <b>(IV)</b><br />[[ἰάζω]] (Α) [<i>ιάς]]<br />[[ιωνίζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰάζω]] (Α) [[ίον]]<br />έχω [[χρώμα]] ίου, μενεξέ.<br /><b>(II)</b><br />[[ἰάζω]] (Α) [[ιός</i> (ΙV)]<br />(για τη [[χολή]]) [[είμαι]] [[πράσινος]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἰάζω]] (Μ) [<i>ιά</i> (I)]<br />[[κράζω]] μεγαλοφώνως, [[κραυγάζω]].<br /><b>(IV)</b><br />[[ἰάζω]] (Α) [<i>ιάς]]<br />[[ιωνίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἰάζω (Α) ίον
έχω χρώμα ίου, μενεξέ.
(II)
ἰάζω (Α) [[ιός (ΙV)]
(για τη χολή) είμαι πράσινος.
(III)
ἰάζω (Μ) [ιά (I)]
κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω.
(IV)
ἰάζω (Α) [ιάς]]
ιωνίζω.