ιστιορράφος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστιορράφος]] και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ράβει ή επισκευάζει [[ιστία]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλόκος]], [[μηχανορράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
|mltxt=[[ἱστιορράφος]] και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ράβει ή επισκευάζει [[ιστία]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλόκος]], [[μηχανορράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), [[πρβλ]]. [[μηχανορράφος]], [[νευρορράφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανορράφος, νευρορράφος].