καλόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(18)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalopsychos
|Transliteration C=kalopsychos
|Beta Code=kalo/yuxos
|Beta Code=kalo/yuxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[εὔψυχος]], Hsch. s.v. [[εὔθυμος]].</span>
|Definition=καλόψυχον, = [[εὔψυχος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[εὔθυμος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καλόψυχος]], -ον) αυτός που έχει καλή [[ψυχή]], [[αγαθός]], [[καλόκαρδος]], [[καλόγνωμος]], ευσπλαχνικός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόψυχα</i> (Μ καλόψυχα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευσπλαχνία, με [[καλοσύνη]], με καλή [[ψυχή]]<br /><b>μσν.</b><br />σε καλή ψυχική [[διάθεση]] («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γενναιό</i>-<i>ψυχος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[καλόψυχος]], -ον) αυτός που έχει καλή [[ψυχή]], [[αγαθός]], [[καλόκαρδος]], [[καλόγνωμος]], ευσπλαχνικός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόψυχα</i> (Μ καλόψυχα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευσπλαχνία, με [[καλοσύνη]], με καλή [[ψυχή]]<br /><b>μσν.</b><br />σε καλή ψυχική [[διάθεση]] («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. <i>γενναιό</i>-<i>ψυχος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλόψῡχος Medium diacritics: καλόψυχος Low diacritics: καλόψυχος Capitals: ΚΑΛΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: kalópsychos Transliteration B: kalopsychos Transliteration C: kalopsychos Beta Code: kalo/yuxos

English (LSJ)

καλόψυχον, = εὔψυχος, Hsch. s.v. εὔθυμος.

German (Pape)

[Seite 1314] Erkl. von εὔθυμος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλόψῡχος: -ον, = εὔψυχος, Ἡσύχ. ἐν λ. εὔθυμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλόψυχος, -ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση.
επίρρ...
καλόψυχα (Μ καλόψυχα)
νεοελλ.
με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή
μσν.
σε καλή ψυχική διάθεση («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].