ιδιότροπος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο [[ιδιόρρυθμος]] (α. «[[ιδιότροπος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[ἰδιότροπος]] [[φύσις]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ασυνήθιστος]] («ιδιότροπο [[χτένισμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δύστροπος]], [[κακότροπος]], [[στρυφνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτρόπως</i> και <i>ιδιότροπα</i><br />με ιδιόρρυθμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο [[ιδιόρρυθμος]] (α. «[[ιδιότροπος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[ἰδιότροπος]] [[φύσις]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ασυνήθιστος]] («ιδιότροπο [[χτένισμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δύστροπος]], [[κακότροπος]], [[στρυφνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτρόπως</i> και <i>ιδιότροπα</i><br />με ιδιόρρυθμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), [[πρβλ]]. <i>επί</i>-<i>τροπος</i>, [[κακό]]-<i>τροπος</i>. Η λ. με σημ. «[[ιδιόρρυθμος]], [[ασυνήθιστος]]» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, [[προφανώς]] [[διότι]] αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και [[επομένως]] αρνητικά]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιότροπος, -ον)
1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.)
2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα»)
νεοελλ.
δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.
επίρρ...
ιδιοτρόπως και ιδιότροπα
με ιδιόρρυθμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. επί-τροπος, κακό-τροπος. Η λ. με σημ. «ιδιόρρυθμος, ασυνήθιστος» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, προφανώς διότι αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και επομένως αρνητικά].