κανθηλικός: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kanthilikos | |Transliteration C=kanthilikos | ||
|Beta Code=kanqhliko/s | |Beta Code=kanqhliko/s | ||
|Definition= | |Definition=κανθηλική, κανθηλικόν, [[belonging to a pack saddle]], [[σαγή]] prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κανθηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κανθήλιον]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[κανθήλιο]], στον όνο («[[τιμή]] σάγης κανθηλικῆς» — [[αξία]] σάγματος, σαμαριού όνου]. | |mltxt=[[κανθηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κανθήλιον]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[κανθήλιο]], στον όνο («[[τιμή]] σάγης κανθηλικῆς» — [[αξία]] σάγματος, σαμαριού όνου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
κανθηλική, κανθηλικόν, belonging to a pack saddle, σαγή prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).
Greek Monolingual
κανθηλικός, -ή, -όν (Α) κανθήλιον
αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» — αξία σάγματος, σαμαριού όνου].