καταίτυξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταῑτυξ, -υγος, ἡ (Α)<br />[[περικεφαλαία]] χαμηλή, [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το [[ἄντυξ]]. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική [[ερμηνεία]] τών αρχ. σχολιαστών [[καταῖτυξ]] παρὰ τὸ</i> «[[κάτω]] τετύχθαι</i>» θεωρείται [[παρετυμολογία]]. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] της λ.].
|mltxt=καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)<br />[[περικεφαλαία]] χαμηλή, [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το [[ἄντυξ]]. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική [[ερμηνεία]] τών αρχ. σχολιαστών [[καταῖτυξ]] παρὰ τὸ</i> «[[κάτω]] τετύχθαι</i>» θεωρείται [[παρετυμολογία]]. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] της λ.].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)
περικεφαλαία χαμηλή, κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το ἄντυξ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική ερμηνεία τών αρχ. σχολιαστών καταῖτυξ παρὰ τὸ «κάτω τετύχθαι» θεωρείται παρετυμολογία. Εικάζεται σημιτική προέλευση της λ.].