καταβρεχτήρας: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> το [[καταβρεχτήρι]]<br /><b>2.</b> όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται [[σκόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>), (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεμισ</i>-<i>τήρας</i>, <i>οδοστρω</i>-<i>τήρας</i>). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. <i>καταβρεκτήρες</i>, μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Παλιγγενεσία</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> το [[καταβρεχτήρι]]<br /><b>2.</b> όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται [[σκόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>), ([[πρβλ]]. [[ανεμιστήρας]], [[οδοστρωτήρας]]). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. <i>καταβρεκτήρες</i>, μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Παλιγγενεσία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. το καταβρεχτήρι
2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρ(ας), (πρβλ. ανεμιστήρας, οδοστρωτήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].