κιχόριο: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή [[κιχώριο]]<br />το (Α κιχόριον)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη, [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει [[σημαντικά]] από οικονομική [[άποψη]] είδη, όπως [[είναι]] τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) [[αντίδι]] ή [[ραδίκι]] ή [[πικραλίδα]] ή [[πικρομάρουλο]] ή [[πικροράδικο]], β) [[αντίδι]], γ) [[σταμνάγκαθο]] ή [[θαλασσοράδικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίχορα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, <i>πόδ</i>-<i>ιον</i>].
|mltxt=ή [[κιχώριο]]<br />το (Α κιχόριον)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη, [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει [[σημαντικά]] από οικονομική [[άποψη]] είδη, όπως [[είναι]] τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) [[αντίδι]] ή [[ραδίκι]] ή [[πικραλίδα]] ή [[πικρομάρουλο]] ή [[πικροράδικο]], β) [[αντίδι]], γ) [[σταμνάγκαθο]] ή [[θαλασσοράδικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίχορα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[λόγιον]], [[πόδιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ή κιχώριο
το (Α κιχόριον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) αντίδι ή ραδίκι ή πικραλίδα ή πικρομάρουλο ή πικροράδικο, β) αντίδι, γ) σταμνάγκαθο ή θαλασσοράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίχορα + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγιον, πόδιον].