κεραυνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keravnoforos
|Transliteration C=keravnoforos
|Beta Code=keraunofo/ros
|Beta Code=keraunofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wielding the thunderbolt</b>, Ἔρως <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>16</span>, cf. <span class="bibl">2.335a</span>; <b class="b3">κ. στρατόπεδον</b> <b class="b2">Legio XII Fulminata</b>, <span class="bibl">D.C.55.23</span>: as Subst., title of a priest at Seleucia in Pieria, <span class="title">OGl</span>1245.47 (ii B.C.).</span>
|Definition=κεραυνοφόρον, [[wielding the thunderbolt]], Ἔρως Plu.''Alc.''16, cf. 2.335a; <b class="b3">κ. στρατόπεδον</b> [[Legio XII Fulminata]], D.C.55.23: as [[substantive]], title of a priest at Seleucia in Pieria, ''OGl''1245.47 (ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; [[στρατόπεδον]], legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; [[στρατόπεδον]], legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte la foudre]].<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεραυνοφόρος -ον &#91;[[κεραυνός]], [[φέρω]]] bliksemdragend; ὁ κεραυνοφόρος de bliksemdrager (Alexander).
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνοφόρος:''' [[несущий молнии]], [[разящий как молния]] ([[Ἔρως]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραυνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., [[στρατόπεδον]] κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
|lstext='''κεραυνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., [[στρατόπεδον]] κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui porte la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοφόρος]], -ον)<br />αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῖρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεραυνοφόρος]]<br />[[τίτλος]] ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνοφόρος:''' -ον, αυτός που χειρίζεται τον κεραυνό, σε Πλούτ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοφόρος]], -ον)<br />αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεραυνοφόρος]]<br />[[τίτλος]] ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mdlsjtxt=κεραυνο-[[φόρος]], ον<br />wielding the [[thunderbolt]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοφόρος Medium diacritics: κεραυνοφόρος Low diacritics: κεραυνοφόρος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: keraunophóros Transliteration B: keraunophoros Transliteration C: keravnoforos Beta Code: keraunofo/ros

English (LSJ)

κεραυνοφόρον, wielding the thunderbolt, Ἔρως Plu.Alc.16, cf. 2.335a; κ. στρατόπεδον Legio XII Fulminata, D.C.55.23: as substantive, title of a priest at Seleucia in Pieria, OGl1245.47 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1423] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; στρατόπεδον, legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοφόρος -ον [κεραυνός, φέρω] bliksemdragend; ὁ κεραυνοφόρος de bliksemdrager (Alexander).

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοφόρος: несущий молнии, разящий как молния (Ἔρως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., στρατόπεδον κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῖρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)
μσν.
αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κεραυνοφόρος
τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κεραυνοφόρος: -ον, αυτός που χειρίζεται τον κεραυνό, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κεραυνο-φόρος, ον
wielding the thunderbolt, Plut.