κιτροπαραγωγός: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(20) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για [[καλλιέργεια]] κίτρων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για [[καλλιέργεια]] κίτρων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κιτροπαραγωγός]]<br />ο [[καλλιεργητής]] του δέντρου [[κιτριά]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ό
1. (για τόπο) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για καλλιέργεια κίτρων
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιτροπαραγωγός
ο καλλιεργητής του δέντρου κιτριά.