ἀμβλυόχρους: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amvlyochrous | |Transliteration C=amvlyochrous | ||
|Beta Code=a)mbluo/xrous | |Beta Code=a)mbluo/xrous | ||
|Definition= | |Definition=ἀμβλυόχρουν, [[faint]], ἥλιος Lyd.''Ost.''9c (vv.ll. <b class="b3">ἀμβλυώχρους, -ωχρος</b>). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμβλυόχρουν, faint, ἥλιος Lyd.Ost.9c (vv.ll. ἀμβλυώχρους, -ωχρος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυόχρους: ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν χρῶμα, λέξις μεταγ.
Greek Monolingual
ἀμβλυόχρους, -ουν (Μ)
αυτός που έχει χρώμα αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -χρους < -χροος < χρώς «χρώμα»].