τριπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triprosopos
|Transliteration C=triprosopos
|Beta Code=tripro/swpos
|Beta Code=tripro/swpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">three-faced</b>, <span class="bibl">Chariclid.1</span>, <span class="bibl">Cleom.2.5</span>.</span>
|Definition=τριπρόσωπον, [[three-faced]], Chariclid.1, Cleom.2.5.
}}
{{ls
|lstext='''τριπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] πρόσωπα, [[τρεῖς]] μορφάς, ἴδε [[τρίμορφος]]. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.
}}
{{eles
|esgtx=[[de tres caras]]
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριπρόσωπος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πρόσωπα, που εμφανίζεται με [[τρεις]] μορφές, [[τρίμορφος]] («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από [[τρία]] πρόσωπα, από [[τρεις]] υποστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριπρόσωπο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>εκκλ.</b> [[ψηφοδέλτιο]] με [[τρία]] ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. [[διπρόσωπος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[de tres caras]] de Hécate-Selene-Ártemis <θύω σοι> τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ..., τρικάρανε Σελήνη, θρινακία, τριπρόσωπε <b class="b3">te ofrezco esta hierba aromática, hija de Zeus, tricéfala Selene, de tres extremos, de tres caras</b> P IV 2526 καλῶ σε, τριπρόσωπον θεάν, Μήνην, ... <b class="b3">a ti te invoco, diosa de tres caras, Mene</b> P IV 2608 ἐλθέ μοι, ... τριπρόσωπε Σελήνη <b class="b3">ven a mí, Selene de tres caras</b> P IV 2786 Ἑκάτη τ. ἑξάχειρ κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶν λαμπάδας <b class="b3">una Hécate de tres caras y seis manos, sosteniendo antorchas en ellas</b> P IV 2119 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τριπρόσωπε, τριαύχενε καὶ τριοδῖτι <b class="b3">por ello te llaman Hécate, de tres caras, de tres cuellos y de tres caminos</b> P IV 2822 λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τ. <b class="b3">toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras</b> P IV 2879
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>mit drei Angesichtern</i>, [[Ἑκάτη]], Ath. VI.325d.<br><b class="num">2</b> <i>von drei [[Personen]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπρόσωπος Medium diacritics: τριπρόσωπος Low diacritics: τριπρόσωπος Capitals: ΤΡΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: triprósōpos Transliteration B: triprosōpos Transliteration C: triprosopos Beta Code: tripro/swpos

English (LSJ)

τριπρόσωπον, three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.

Spanish

de tres caras

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρία πρόσωπα, που εμφανίζεται με τρεις μορφές, τρίμορφος («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», Αθήν.)
2. (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από τρία πρόσωπα, από τρεις υποστάσεις
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριπρόσωπο(ν)
εκκλ. ψηφοδέλτιο με τρία ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. διπρόσωπος.

Léxico de magia

-ον de tres caras de Hécate-Selene-Ártemis <θύω σοι> τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ..., τρικάρανε Σελήνη, θρινακία, τριπρόσωπε te ofrezco esta hierba aromática, hija de Zeus, tricéfala Selene, de tres extremos, de tres caras P IV 2526 καλῶ σε, τριπρόσωπον θεάν, Μήνην, ... a ti te invoco, diosa de tres caras, Mene P IV 2608 ἐλθέ μοι, ... τριπρόσωπε Σελήνη ven a mí, Selene de tres caras P IV 2786 Ἑκάτη τ. ἑξάχειρ κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶν λαμπάδας una Hécate de tres caras y seis manos, sosteniendo antorchas en ellas P IV 2119 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τριπρόσωπε, τριαύχενε καὶ τριοδῖτι por ello te llaman Hécate, de tres caras, de tres cuellos y de tres caminos P IV 2822 λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τ. toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras P IV 2879

German (Pape)

1 mit drei Angesichtern, Ἑκάτη, Ath. VI.325d.
2 von drei Personen, Sp.