κόττος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(21)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kottos
|Transliteration C=kottos
|Beta Code=ko/ttos
|Beta Code=ko/ttos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀλεκτρυών]], prob. in <span class="bibl">Ezek.<span class="title">Exag.</span>261</span>, cf. Hsch.; also, <b class="b2">horse</b>, Id. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> a river-fish, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>534a1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[κύβος]], <span class="title">Cod.Just.</span>1.4.25 (529 A. D.).</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀλεκτρυών]], prob. in Ezek.''Exag.''261, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, [[horse]], Id.<br><span class="bld">II</span> a river-fish, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''534a1.<br><span class="bld">III</span> = [[κύβος]], ''Cod.Just.''1.4.25 (529 A. D.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coq, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> chabot, <i>poisson de rivière à grosse tête</i>;<br /><b>3</b> = [[κύβος]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κοττίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''κόττος:''' ὁ предполож., рыба бычок ([[Cottus]] [[gobio]]) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόττος''': ὁ, [[ἀλέκτωρ]] · καὶ [[εἶδος]] ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.
|lstext='''κόττος''': ὁ, [[ἀλέκτωρ]] · καὶ [[εἶδος]] ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coq, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> chabot, <i>poisson de rivière à grosse tête</i>;<br /><b>3</b> = [[κύβος]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κοττίς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κόττος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ζωολ. [[γένος]] τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κύβος]], [[ζάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς εἰσιν ἰχθύδια [[ἄττα]] ὑπὸ ταῑς πέτραις, ἃ καλοῡσί τινες κόττους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κοττίς]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cottus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόττος]] «[[είδος]] ποτάμιου ψαριού»].
|mltxt=ο (ΑM [[κόττος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ζωολ. [[γένος]] τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κύβος]], [[ζάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια [[ἄττα]] ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κοττίς]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cottus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόττος]] «[[είδος]] ποτάμιου ψαριού»].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόττος Medium diacritics: κόττος Low diacritics: κόττος Capitals: ΚΟΤΤΟΣ
Transliteration A: kóttos Transliteration B: kottos Transliteration C: kottos Beta Code: ko/ttos

English (LSJ)

ὁ,
A = ἀλεκτρυών, prob. in Ezek.Exag.261, cf. Hsch.; also, horse, Id.
II a river-fish, Arist.HA534a1.
III = κύβος, Cod.Just.1.4.25 (529 A. D.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 coq, oiseau;
2 chabot, poisson de rivière à grosse tête;
3 = κύβος.
Étymologie: DELG κοττίς.

Russian (Dvoretsky)

κόττος: ὁ предполож., рыба бычок (Cottus gobio) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κόττος: ὁ, ἀλέκτωρ · καὶ εἶδος ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.

Greek Monolingual

ο (ΑM κόττος)
νεοελλ.
(ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae
μσν.-αρχ.
κύβος, ζάρι
αρχ.
1. κόκορας, πετεινός
2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια ἄττα ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», Αριστοτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κοττίς. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cottus < κόττος «είδος ποτάμιου ψαριού»].