λειψανοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(22)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[θήκη]] στην οποία γίνεται η [[εναπόθεση]] τών οστών [[μετά]] την [[ανακομιδή]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κιβώτιο]] από πολύτιμο [[συνήθως]] [[μέταλλο]], χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, [[μέσα]] στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον εγκαινιασμό και την [[καθαγίαση]] τών ναών και ιερών αντιμηνσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λείψανο]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μολυβο</i>-[[θήκη]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[θήκη]] στην οποία γίνεται η [[εναπόθεση]] τών οστών [[μετά]] την [[ανακομιδή]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κιβώτιο]] από πολύτιμο [[συνήθως]] [[μέταλλο]], χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, [[μέσα]] στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον εγκαινιασμό και την [[καθαγίαση]] τών ναών και ιερών αντιμηνσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λείψανο]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), [[πρβλ]]. [[μολυβοθήκη]].
}}
}}

Latest revision as of 09:49, 25 August 2021

Greek Monolingual

η
1. θήκη στην οποία γίνεται η εναπόθεση τών οστών μετά την ανακομιδή
2. μικρό κιβώτιο από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, μέσα στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον εγκαινιασμό και την καθαγίαση τών ναών και ιερών αντιμηνσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείψανο + θήκη (< τί-θη-μι), πρβλ. μολυβοθήκη.