επάξιος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(13) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπάξιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> ο πραγματικά [[άξιος]], ο [[αντάξιος]], ο [[ισάξιος]] («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που [[πρέπει]] («ἐλευθέρα | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπάξιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> ο πραγματικά [[άξιος]], ο [[αντάξιος]], ο [[ισάξιος]] («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που [[πρέπει]] («ἐλευθέρα καλεῖ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>επαξίως</i> και <i>επάξια</i><br />με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῖσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι [[νόμιμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει τον κόπο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπάξιος, -ία, -ον)
1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῖ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.)
3. επίρρ. επαξίως και επάξια
με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει
αρχ.
1. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῖσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι νόμιμα», Ηρόδ.)
2. αυτός που αξίζει τον κόπο.