λιποατροφικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> «[[λιποατροφικός]] [[διαβήτης]]»<br /><b>ιατρ.</b> άγνωστης αιτιολογίας [[σύνδρομο]] σακχαρώδους διαβήτη ανθεκτικού στην [[ινσουλίνη]] με γενική [[ατροφία]] του υποδόριου λίπους και με [[τάση]] για ηπατική [[κίρρωση]], αλλ. [[σύνδρομο]] Λώρενς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> «[[λιποατροφικός]] [[διαβήτης]]»<br /><b>ιατρ.</b> άγνωστης αιτιολογίας [[σύνδρομο]] σακχαρώδους διαβήτη ανθεκτικού στην [[ινσουλίνη]] με γενική [[ατροφία]] του υποδόριου λίπους και με [[τάση]] για ηπατική [[κίρρωση]], αλλ. [[σύνδρομο]] Λώρενς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lipoatrophic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>atrophic</i> ([[ατροφικός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
φρ. «λιποατροφικός διαβήτης»
ιατρ. άγνωστης αιτιολογίας σύνδρομο σακχαρώδους διαβήτη ανθεκτικού στην ινσουλίνη με γενική ατροφία του υποδόριου λίπους και με τάση για ηπατική κίρρωση, αλλ. σύνδρομο Λώρενς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoatrophic < lip(o)- (< λίπος) + -atrophic (ατροφικός)].