λογοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(23)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που συντάσσει λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] «[[επινοώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολο</i>-[[πλόκος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=ο<br />αυτός που συντάσσει λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] «[[επινοώ]]»), [[πρβλ]]. [[δολοπλόκος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:06, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που συντάσσει λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + πλόκος (< πλέκω «επινοώ»), πρβλ. δολοπλόκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].