μονόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(25)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μονόχρους
|Medium diacritics=μονόχρους
|Low diacritics=μονόχρους
|Capitals=ΜΟΝΟΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=monóchrous
|Transliteration B=monochrous
|Transliteration C=monochrous
|Beta Code=mono/xrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[μονόχροος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], ο [[μονόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[χρόος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=[[μονόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], ο [[μονόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[χρόος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[ερυθρόχρους]], [[πολύχρους]]].
}}
{{pape
|ptext=ουν, zusammengezogen aus [[μονόχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρους Medium diacritics: μονόχρους Low diacritics: μονόχρους Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: monóchrous Transliteration B: monochrous Transliteration C: monochrous Beta Code: mono/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μονόχροος.

Greek Monolingual

μονόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρους (< -χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, πολύχρους].

German (Pape)

ουν, zusammengezogen aus μονόχροος.