άκεφος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν έχει [[κέφι]], ο [[δύσθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κέφι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακεφιά]]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν έχει [[κέφι]], ο [[δύσθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κέφι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακεφιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.
ΠΑΡ. ακεφιά].