ἀκαταιτίατος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataitiatos
|Transliteration C=akataitiatos
|Beta Code=a)kataiti/atos
|Beta Code=a)kataiti/atos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be accused</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.3.10</span>, al.; <b class="b2">not to be accused, blameless</b>, ib.<span class="bibl">2.14.8</span>.</span>
|Definition=ἀκαταιτίατον, [[not to be accused]], J.''BJ''4.3.10, al.; [[not to be accused]], [[blameless]], ib.2.14.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no inculpado]], [[no acusado]], [[inocente]] ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados</i> I.<i>BI</i> 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes</i> I.<i>BI</i> 2.304.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαταιτίᾱτος''': -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, [[ἀθῷος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ.
|lstext='''ἀκαταιτίᾱτος''': -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, [[ἀθῷος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no inculpado]], [[no acusado]], [[inocente]] ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados</i> I.<i>BI</i> 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes</i> I.<i>BI</i> 2.304.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαταιτίατος]], -ον (Α) [[καταιτιῶμαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για [[τίποτε]], ο εντελώς [[αθώος]].
|mltxt=[[ἀκαταιτίατος]], -ον (Α) [[καταιτιῶμαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για [[τίποτε]], ο εντελώς [[αθώος]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱτ], <i>[[unschuldig]]</i>, Jos.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταιτίᾱτος Medium diacritics: ἀκαταιτίατος Low diacritics: ακαταιτίατος Capitals: ΑΚΑΤΑΙΤΙΑΤΟΣ
Transliteration A: akataitíatos Transliteration B: akataitiatos Transliteration C: akataitiatos Beta Code: a)kataiti/atos

English (LSJ)

ἀκαταιτίατον, not to be accused, J.BJ4.3.10, al.; not to be accused, blameless, ib.2.14.8.

Spanish (DGE)

-ον
no inculpado, no acusado, inocente ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados I.BI 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes I.BI 2.304.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταιτίᾱτος: -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, ἀθῷος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ.

Greek Monolingual

ἀκαταιτίατος, -ον (Α) καταιτιῶμαι
εκείνος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο εντελώς αθώος.

German (Pape)

[ᾱτ], unschuldig, Jos.