άλλοθι: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλλοθι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (τοπικό) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[αλλού]], [[ιδίως]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />β) <b>φρ.</b> «[[ἄλλοθι]] γαίης», σε [[άλλη]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />«[[ἄλλοθι]] καὶ [[ἄλλοθι]]», σε διάφορα [[σημεία]]<br />«[[ἄλλοθι]] πάτρης», [[αλλού]] και όχι στην [[πατρίδα]], δηλ. [[μακριά]] από την [[πατρίδα]]<br />γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως [[αντί]] του [[ἄλλοσε]]<br /><b>2.</b> ([[τροπικό]]) κατ’ [[άλλο]] τρόπο, από άλλες αιτίες<br /><b>3.</b> [[πάνω]] σε [[άλλο]] [[θέμα]], σε [[άλλο]] [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἀλλο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική [[κατάληξη]] -<i>θι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b>. [[άλλοθι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοθιγενής]]].
|mltxt=[[ἄλλοθι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (τοπικό) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[αλλού]], [[ιδίως]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />β) <b>φρ.</b> «[[ἄλλοθι]] γαίης», σε [[άλλη]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />«[[ἄλλοθι]] καὶ [[ἄλλοθι]]», σε διάφορα [[σημεία]]<br />«[[ἄλλοθι]] πάτρης», [[αλλού]] και όχι στην [[πατρίδα]], δηλ. [[μακριά]] από την [[πατρίδα]]<br />γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως [[αντί]] του [[ἄλλοσε]]<br /><b>2.</b> ([[τροπικό]]) κατ’ [[άλλο]] τρόπο, από άλλες αιτίες<br /><b>3.</b> [[πάνω]] σε [[άλλο]] [[θέμα]], σε [[άλλο]] [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] (<b>πρβλ.</b> και <i>ἀλλο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική [[κατάληξη]] -<i>θι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b>. [[άλλοθι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοθιγενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄλλοθι επίρρ. (Α)
1. (τοπικό) α) σε άλλο τόπο, αλλού, ιδίως σε ξένη χώρα
β) φρ. «ἄλλοθι γαίης», σε άλλη, σε ξένη χώρα
«ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι», σε διάφορα σημεία
«ἄλλοθι πάτρης», αλλού και όχι στην πατρίδα, δηλ. μακριά από την πατρίδα
γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως αντί του ἄλλοσε
2. (τροπικό) κατ’ άλλο τρόπο, από άλλες αιτίες
3. πάνω σε άλλο θέμα, σε άλλο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-) + επιρρηματική κατάληξη -θι.
ΠΑΡ. νεοελλ.. άλλοθι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλλοθιγενής].