αλογάριαστος: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, [[ανυπολόγιστος]], [[αναρίθμητος]], [[απειράριθμος]]<br /><b>2.</b> (για υποθέσεις) [[αδιευθέτητος]], [[ατακτοποίητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, [[απερίσκεπτος]], [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, [[ανυπολόγιστος]], [[αναρίθμητος]], [[απειράριθμος]]<br /><b>2.</b> (για υποθέσεις) [[αδιευθέτητος]], [[ατακτοποίητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, [[απερίσκεπτος]], [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερητ. <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>λογαριαστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[λογαριάζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος
3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
4. αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στερητ. α- + λογαριαστός < λογαριάζω.