αμαυρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμαυρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει στο [[σκοτάδι]], [[άσημος]], [[αφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμαυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
|mltxt=[[ἀμαυρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει στο [[σκοτάδι]], [[άσημος]], [[αφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμαυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμαυρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρός + βίος.