άνατος: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(4)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πάθει [[βλάβη]], [[ζημιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προξενεί [[βλάβη]], [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>άτη</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αάω</i> «[[βλάπτω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανατεί]] κ. <i>ανατί</i>].
|mltxt=[[ἄνατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πάθει [[βλάβη]], [[ζημιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προξενεί [[βλάβη]], [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>άτη</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αάω</i> «[[βλάπτω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανατεί]] κ. <i>ανατί</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:56, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄνατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά
2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν- στερ. + άτη < αάω «βλάπτω».
ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί].