ανανέωση: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνανέωσις]]) [[ἀνανεοῡμαι]]<br /><b>1.</b> το να ξαναδίνει [[κανείς]] ισχύ σε [[κάτι]], η εκ νέου [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> [[αναζωογόνηση]], [[ξανάνιωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] και [[πάλι]] καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη [[μορφή]], [[επιδιόρθωση]], [[φρεσκάρισμα]]<br /><b>2.</b> [[αντικατάσταση]] πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, [[ανακαίνιση]]<br /><b>3.</b> [[αναδιοργάνωση]], [[αναδιάρθρωση]]<br /><b>4.</b> (για συμβάσεις, γραμμάτια <b>κ.λπ.</b>) [[παράταση]] της διάρκειας ή προθεσμίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάκληση]] στη [[μνήμη]], [[ξαναζωντάνεμα]].
|mltxt=η (Α [[ἀνανέωσις]]) [[ἀνανεοῦμαι]]<br /><b>1.</b> το να ξαναδίνει [[κανείς]] ισχύ σε [[κάτι]], η εκ νέου [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> [[αναζωογόνηση]], [[ξανάνιωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] και [[πάλι]] καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη [[μορφή]], [[επιδιόρθωση]], [[φρεσκάρισμα]]<br /><b>2.</b> [[αντικατάσταση]] πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, [[ανακαίνιση]]<br /><b>3.</b> [[αναδιοργάνωση]], [[αναδιάρθρωση]]<br /><b>4.</b> (για συμβάσεις, γραμμάτια <b>κ.λπ.</b>) [[παράταση]] της διάρκειας ή προθεσμίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάκληση]] στη [[μνήμη]], [[ξαναζωντάνεμα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

η (Α ἀνανέωσις) ἀνανεοῦμαι
1. το να ξαναδίνει κανείς ισχύ σε κάτι, η εκ νέου υπόσταση
2. αναζωογόνηση, ξανάνιωμα
νεοελλ.
1. το να κάνει κανείς κάτι και πάλι καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη μορφή, επιδιόρθωση, φρεσκάρισμα
2. αντικατάσταση πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαίνιση
3. αναδιοργάνωση, αναδιάρθρωση
4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παράταση της διάρκειας ή προθεσμίας
αρχ.
ανάκληση στη μνήμη, ξαναζωντάνεμα.