ἀναυξής: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(4) |
mNo edit summary |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anafksis | |Transliteration C=anafksis | ||
|Beta Code=a)nauch/s | |Beta Code=a)nauch/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀναυξές,<br><span class="bld">A</span> [[not increasing]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.6.3.<br><span class="bld">II</span> intr., [[not waxing]] or [[not growing]], Hp.''Art.''53, ''Mochl.''24,al., [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''569a30, ''Cael.''270a13. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br />[[que no aumenta]], [[que no crece]] ὀστέα Hp.<i>Art</i>.53, cf. <i>Mochl</i>.24, ἕλκεα Hp.<i>Dent</i>.27, de animales, Arist.<i>HA</i> 569<sup>a</sup>30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.<i>CP</i> 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>13. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] ές ([[αὔξω]]), nicht vermehrend, Theophr.; nicht gedeihlich, Plut. Syll. 20; – nicht wachsend, Arist. H. A. 6, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] ές ([[αὔξω]]), [[nicht vermehrend]], Theophr.; [[nicht gedeihlich]], Plut. Syll. 20; – [[nicht wachsend]], Arist. H. A. 6, 15. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναυξής:''' [[неспособный расти]], [[не растущий]] (ἀ. καὶ [[ἄγονος]] Arst.; ἀ. καὶ [[ἄκαρπος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναυξής''': -ές, ([[αὔξω]]) ὁ μὴ [[κατάλληλος]] πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, [[τόπος]]… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ [[ἀφύη]] ἀναυξὴς καὶ [[ἄγονος]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «[[ἱππάριον]] ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός | |lstext='''ἀναυξής''': -ές, ([[αὔξω]]) ὁ μὴ [[κατάλληλος]] πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, [[τόπος]]… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ [[ἀφύη]] ἀναυξὴς καὶ [[ἄγονος]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «[[ἱππάριον]] ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναυξής]], -ές (Α) [[αύξω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν ευνοεί την [[αύξηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκείνος]] που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει. | |mltxt=[[ἀναυξής]], -ές (Α) [[αύξω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν ευνοεί την [[αύξηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκείνος]] που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:57, 31 October 2024
English (LSJ)
ἀναυξές,
A not increasing, Thphr. CP 4.6.3.
II intr., not waxing or not growing, Hp.Art.53, Mochl.24,al., Arist.HA569a30, Cael.270a13.
Spanish (DGE)
-ές
que no aumenta, que no crece ὀστέα Hp.Art.53, cf. Mochl.24, ἕλκεα Hp.Dent.27, de animales, Arist.HA 569a30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.CP 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a13.
German (Pape)
[Seite 212] ές (αὔξω), nicht vermehrend, Theophr.; nicht gedeihlich, Plut. Syll. 20; – nicht wachsend, Arist. H. A. 6, 15.
Russian (Dvoretsky)
ἀναυξής: неспособный расти, не растущий (ἀ. καὶ ἄγονος Arst.; ἀ. καὶ ἄκαρπος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναυξής: -ές, (αὔξω) ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, τόπος… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ἀφύη ἀναυξὴς καὶ ἄγονος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «ἱππάριον ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός
Greek Monolingual
ἀναυξής, -ές (Α) αύξω
1. εκείνος που δεν ευνοεί την αύξηση
2. (αμτβ.) εκείνος που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει.