ἀναυξής

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναυξής Medium diacritics: ἀναυξής Low diacritics: αναυξής Capitals: ΑΝΑΥΞΗΣ
Transliteration A: anauxḗs Transliteration B: anauxēs Transliteration C: anafksis Beta Code: a)nauch/s

English (LSJ)

ἀναυξές,
A not increasing, Thphr. CP 4.6.3.
II intr., not waxing or not growing, Hp.Art.53, Mochl.24,al., Arist.HA569a30, Cael.270a13.

Spanish (DGE)

-ές
que no aumenta, que no crece ὀστέα Hp.Art.53, cf. Mochl.24, ἕλκεα Hp.Dent.27, de animales, Arist.HA 569a30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.CP 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a13.

German (Pape)

[Seite 212] ές (αὔξω), nicht vermehrend, Theophr.; nicht gedeihlich, Plut. Syll. 20; – nicht wachsend, Arist. H. A. 6, 15.

Russian (Dvoretsky)

ἀναυξής: неспособный расти, не растущий (ἀ. καὶ ἄγονος Arst.; ἀ. καὶ ἄκαρπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναυξής: -ές, (αὔξω) ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, τόπος… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ἀφύη ἀναυξὴς καὶ ἄγονος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «ἱππάριον ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός

Greek Monolingual

ἀναυξής, -ές (Α) αύξω
1. εκείνος που δεν ευνοεί την αύξηση
2. (αμτβ.) εκείνος που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει.