ὑπεκθέσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypekthesimos
|Transliteration C=ypekthesimos
|Beta Code=u(pekqe/simos
|Beta Code=u(pekqe/simos
|Definition=ον, of merchandise, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">deposited for re-exportation</b>, <span class="title">GDI</span>5040.25 (Crete, written <b class="b3">ὑπεχθέσιμος</b>); cf. ὑπεκτίθεμαι 11.</span>
|Definition=ὑπεκθέσιμον, of merchandise, [[deposited for re-exportation]], ''GDI''5040.25 (Crete, written [[ὑπεχθέσιμος]]); cf. [[ὑπεκτίθεμαι]] II.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπεκθέσιμος''': -ον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κατατεθειμένος πρὸς ἐξαγωγὴν [[πάλιν]], Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2556. 25, [[ἔνθα]] φέρεται [[ὑπεχθέσιμος]]· πρβλ. [[ὑπεκτίθεμαι]] ΙΙ, καὶ ἴδε Böckh σ. 414.
}}
{{grml
|mltxt=και κρητ. τ. [[ὑπεχθέσιμος]], -ον, Α<br />(για [[εμπόρευμα]]) αυτός που τοποθετείται [[κάπου]] για να εξαχθεί [[πάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>υπεκθε</i>- του [[ὑπεκτίθεμαι]] (<b>πρβλ.</b> μτχ. αορ. <i>ὑπεκθέ</i>-<i>μενος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμος</i> ([[πρβλ]]. [[ἰάσιμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκθέσῐμος Medium diacritics: ὑπεκθέσιμος Low diacritics: υπεκθέσιμος Capitals: ΥΠΕΚΘΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hypekthésimos Transliteration B: hypekthesimos Transliteration C: ypekthesimos Beta Code: u(pekqe/simos

English (LSJ)

ὑπεκθέσιμον, of merchandise, deposited for re-exportation, GDI5040.25 (Crete, written ὑπεχθέσιμος); cf. ὑπεκτίθεμαι II.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκθέσιμος: -ον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κατατεθειμένος πρὸς ἐξαγωγὴν πάλιν, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2556. 25, ἔνθα φέρεται ὑπεχθέσιμος· πρβλ. ὑπεκτίθεμαι ΙΙ, καὶ ἴδε Böckh σ. 414.

Greek Monolingual

και κρητ. τ. ὑπεχθέσιμος, -ον, Α
(για εμπόρευμα) αυτός που τοποθετείται κάπου για να εξαχθεί πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπεκθε- του ὑπεκτίθεμαι (πρβλ. μτχ. αορ. ὑπεκθέ-μενος) + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰάσιμος)].