απογοητεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[προκαλώ]] [[απογοήτευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γοητεύω]]. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. [[απαγοητεύω]] ([[αντί]] [[απογοητεύω]]) [[είναι]] [[εσφαλμένος]] και οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] της λ. με [[σύνθετα]] όπως [[απαγορεύω]], [[απαθανατίζω]] <b>κ.τ.ό.</b> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[απαθανατίζω]]].
|mltxt=[[προκαλώ]] [[απογοήτευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γοητεύω]]. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. [[απαγοητεύω]] ([[αντί]] [[απογοητεύω]]) [[είναι]] [[εσφαλμένος]] και οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] της λ. με [[σύνθετα]] όπως [[απαγορεύω]], [[απαθανατίζω]] <b>κ.τ.ό.</b> (πρβλ. και [[απαθανατίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

προκαλώ απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και απαθανατίζω].