αυτόπυρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόπυρος]], ο (Α)<br />κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[εύπυρος]], [[πολύπυρος]])].
|mltxt=[[αὐτόπυρος]], ο (Α)<br />κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[πρβλ]]. [[εύπυρος]], [[πολύπυρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

αὐτόπυρος, ο (Α)
κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πυρος < πυρός «σιτάρι» (πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος)].