ὑπερισθμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperisthmizo
|Transliteration C=yperisthmizo
|Beta Code=u(perisqmi/zw
|Beta Code=u(perisqmi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">draw</b> or <b class="b2">convey over an isthmus</b>, πλοῖα <span class="bibl">Plb.4.19.9</span>, <span class="bibl">5.101.4</span>, al.</span>
|Definition=[[draw]] or [[convey over an isthmus]], πλοῖα Plb.4.19.9, 5.101.4, al.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] über eine Landenge ziehen od. bringen, πλοῖα, Pol. 4, 19, 1. 5, 101, 4.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερισθμίζω:''' [[доставлять волоком]], [[перетаскивать через перешеек]] (πλοῖα Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερισθμίζω''': [[ἕλκω]] ἢ [[μεταφέρω]] [[ὑπεράνω]] ἰσθμοῦ, πλοῖα Πολύδ. 4. 19, 9 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑπερισθμήσας), 5. 101, 4, κλπ.· πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 7, 24. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 5.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(για πλοία) [[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[πέρα]] από τον ισθμό, [[δηλαδή]] διά μέσου της ξηράς, [[μεταφέρω]] από τη μια όχθη του ισθμού στην [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσθμός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερισθμίζω Medium diacritics: ὑπερισθμίζω Low diacritics: υπερισθμίζω Capitals: ΥΠΕΡΙΣΘΜΙΖΩ
Transliteration A: hyperisthmízō Transliteration B: hyperisthmizō Transliteration C: yperisthmizo Beta Code: u(perisqmi/zw

English (LSJ)

draw or convey over an isthmus, πλοῖα Plb.4.19.9, 5.101.4, al.

German (Pape)

[Seite 1197] über eine Landenge ziehen od. bringen, πλοῖα, Pol. 4, 19, 1. 5, 101, 4.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερισθμίζω: доставлять волоком, перетаскивать через перешеек (πλοῖα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερισθμίζω: ἕλκωμεταφέρω ὑπεράνω ἰσθμοῦ, πλοῖα Πολύδ. 4. 19, 9 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑπερισθμήσας), 5. 101, 4, κλπ.· πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 7, 24. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 5.

Greek Monolingual

Α
(για πλοία) μεταφέρω κάτι πέρα από τον ισθμό, δηλαδή διά μέσου της ξηράς, μεταφέρω από τη μια όχθη του ισθμού στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἰσθμός.