βομβών: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(7)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vomvon
|Transliteration C=vomvon
|Beta Code=bombw/n
|Beta Code=bombw/n
|Definition=ῶνος, ὁ, late form for <b class="b3">βονβών</b>, Moeris94, Hdn.Gr.1.23, 2.483.
|Definition=ῶνος, ὁ, late form for [[βονβών]], Moeris94, Hdn.Gr.1.23, 2.483.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. 1 [[βουβών]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βομβών''': -ῶνος, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[βουβών]]· [[ὁπόθεν]] βομβωνάρια, τά, [[ἀναξυρίδες]], βρακία, Ἰω. Μαλαλ. 288. 10 Bonn.
|lstext='''βομβών''': -ῶνος, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[βουβών]]· [[ὁπόθεν]] βομβωνάρια, τά, [[ἀναξυρίδες]], βρακία, Ἰω. Μαλαλ. 288. 10 Bonn.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. 1 [[βουβών]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βομβών]], ο (AM)<br />ο [[βουβών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[βουβών]], πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόμβος]]].
|mltxt=[[βομβών]], ο (AM)<br />ο [[βουβών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[βουβών]], πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόμβος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβών Medium diacritics: βομβών Low diacritics: βομβών Capitals: ΒΟΜΒΩΝ
Transliteration A: bombṓn Transliteration B: bombōn Transliteration C: vomvon Beta Code: bombw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, late form for βονβών, Moeris94, Hdn.Gr.1.23, 2.483.

Spanish (DGE)

v. 1 βουβών.

German (Pape)

[Seite 453] ῶνος, ὁ, spätere F. für βουβών, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

βομβών: -ῶνος, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ βουβών· ὁπόθεν βομβωνάρια, τά, ἀναξυρίδες, βρακία, Ἰω. Μαλαλ. 288. 10 Bonn.

Greek Monolingual

βομβών, ο (AM)
ο βουβών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του βουβών, πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς το βόμβος].