γλύμμα: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=glymma | |Transliteration C=glymma | ||
|Beta Code=glu/mma | |Beta Code=glu/mma | ||
|Definition=ατος, τό, (γλύφω) < | |Definition=-ατος, τό, ([[γλύφω]]) [[engraved figure]], [[signet]], Eup.406, Str. 14.1.16, ''BGU''86.45 (ii A. D.); [[inscription]], AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος [[LXX]] <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γλύμμα]] -ατος, τό [[γλύφω]] gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring). Men. Epitr. 388. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>das [[Eingegrabene]], [[Geschnitzte]]</i>, Eupol. bei Poll. 7.179; Strab.; Polem. 1 (XI.38). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλύμμα:''' ατος τό [[γλύφω]] резное изображение, резьба, изваяние Men., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλύμμα''': τό, ([[γλύφω]]) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298. | |lstext='''γλύμμα''': τό, ([[γλύφω]]) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[γλύμμα]]) [[γλύφω]]<br />[[κοίλωμα]] ή [[εγκοπή]] που γίνεται με το [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]]. | |mltxt=το (AM [[γλύμμα]]) [[γλύφω]]<br />[[κοίλωμα]] ή [[εγκοπή]] που γίνεται με το [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[impronta]], [[figura grabada]] sobre una esmeralda γ. κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον <b class="b3">figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo</b> P V 238 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (γλύφω) engraved figure, signet, Eup.406, Str. 14.1.16, BGU86.45 (ii A. D.); inscription, AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
impronta, figura grabada sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, AP 9.752 (Antip.Thess.), AP 11.38 (Polem.) (= CIG 7298), δακτύλιον λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX Ex.28.11, γλύμμα αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος PKöln 100.37, cf. 40 (II d.C.), SB 9642.5.28 (II d.C.), PStras.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος POxy.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι BGU 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους PPetaus 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως SB 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. ἑαυτοῦ φέροντας D.C.79.4.7.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλύμμα -ατος, τό γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring). Men. Epitr. 388.
German (Pape)
τό, das Eingegrabene, Geschnitzte, Eupol. bei Poll. 7.179; Strab.; Polem. 1 (XI.38).
Russian (Dvoretsky)
γλύμμα: ατος τό γλύφω резное изображение, резьба, изваяние Men., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
γλύμμα: τό, (γλύφω) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.
Greek Monolingual
το (AM γλύμμα) γλύφω
κοίλωμα ή εγκοπή που γίνεται με το κοπίδι
αρχ.
1. επιγραφή
2. σφραγίδα.
Léxico de magia
τό impronta, figura grabada sobre una esmeralda γ. κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo P V 238