εἰσανέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(10)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eisanecho
|Transliteration C=eisanecho
|Beta Code=ei)sane/xw
|Beta Code=ei)sane/xw
|Definition=intr., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rise above</b>, c. gen., ib.<span class="bibl">1360</span>, cf. <span class="bibl">4.291</span> : c. acc., <b class="b3">γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος</b> ib.<span class="bibl">1578</span>.</span>
|Definition=intr., [[rise above]], c. gen., ib.1360, cf. 4.291: c. acc., <b class="b3">γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος</b> ib.1578.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[adentrarse]], [[extenderse]] esp. de accidentes geog., c. gen. κόλπον ... πόντου ... εἰσανέχοντα A.R.4.291, χθονὸς εἰσανέχουσαν [[ἀκτήν]] A.R.1.1360, c. ac. γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος A.R.4.1578<br /><b class="num"></b>[[alzarse]] Λιλύβη μὲν ἐπὶ ῥιπὴν ζεφύροιο εἰσανέχει D.P.471.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσανέχω''': μέλλ. -έξω, ἀμετάβ., ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], [[μετὰ]] γεν., χθονὸς εἰσανέχουσαν [[ἀκτήν]], «ἐξέχουσαν καὶ ἐπηρμένην... ἢ ἀνατεταμένην πλαγίαν ἰδόντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1360, πρβλ. 4. 291· μετ’ αἰτ., [[πέλαγος]] εἰσανέχειν γαῖαν [[αὐτόθι]] 1578, Ἠώς.
|lstext='''εἰσανέχω''': μέλλ. -έξω, ἀμετάβ., ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], μετὰ γεν., χθονὸς εἰσανέχουσαν [[ἀκτήν]], «ἐξέχουσαν καὶ ἐπηρμένην... ἢ ἀνατεταμένην πλαγίαν ἰδόντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1360, πρβλ. 4. 291· μετ’ αἰτ., [[πέλαγος]] εἰσανέχειν γαῖαν [[αὐτόθι]] 1578, Ἠώς.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[adentrarse]], [[extenderse]] esp. de accidentes geog., c. gen. κόλπον ... πόντου ... εἰσανέχοντα A.R.4.291, χθονὸς εἰσανέχουσαν [[ἀκτήν]] A.R.1.1360, c. ac. γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος A.R.4.1578<br /><b class="num">•</b>[[alzarse]] Λιλύβη μὲν ἐπὶ ῥιπὴν ζεφύροιο εἰσανέχει D.P.471.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσανέχω]] (Α)<br />υψώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]].
|mltxt=[[εἰσανέχω]] (Α)<br />υψώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσανέχω Medium diacritics: εἰσανέχω Low diacritics: εισανέχω Capitals: ΕΙΣΑΝΕΧΩ
Transliteration A: eisanéchō Transliteration B: eisanechō Transliteration C: eisanecho Beta Code: ei)sane/xw

English (LSJ)

intr., rise above, c. gen., ib.1360, cf. 4.291: c. acc., γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος ib.1578.

Spanish (DGE)

adentrarse, extenderse esp. de accidentes geog., c. gen. κόλπον ... πόντου ... εἰσανέχοντα A.R.4.291, χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν A.R.1.1360, c. ac. γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος A.R.4.1578
alzarse Λιλύβη μὲν ἐπὶ ῥιπὴν ζεφύροιο εἰσανέχει D.P.471.

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἔχω), sich hineinerstrecken, hineinragen; ins Meer, Ap. Rh. 1, 1360; πέλαγος γαῖαν, ins Land, 4, 1578.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσανέχω: μέλλ. -έξω, ἀμετάβ., ὑψοῦμαι ὑπεράνω, μετὰ γεν., χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν, «ἐξέχουσαν καὶ ἐπηρμένην... ἢ ἀνατεταμένην πλαγίαν ἰδόντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1360, πρβλ. 4. 291· μετ’ αἰτ., πέλαγος εἰσανέχειν γαῖαν αὐτόθι 1578, Ἠώς.

Greek Monolingual

εἰσανέχω (Α)
υψώνομαι πάνω από κάτι.