ἐκτορμέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektormeo
|Transliteration C=ektormeo
|Beta Code=e)ktorme/w
|Beta Code=e)ktorme/w
|Definition=(τόρμη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turn from the way</b>, Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>310.</span>
|Definition=([[τόρμη]]) [[turn from the way]], Paus.Gr.''Fr.''310.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[salirse del camino]], [[extraviarse]] ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτορμέω''': (τόρμη) [[ἐξέρχομαι]] τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.
|lstext='''ἐκτορμέω''': (τόρμη) [[ἐξέρχομαι]] τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[salirse del camino]], [[extraviarse]] ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτορμέω]] (Α)<br />[[βγαίνω]] από τον δρόμο μου, [[λοξοδρομώ]], [[παραστρατίζω]], [[βγαίνω]] από τον ίσιο δρόμο.
|mltxt=[[ἐκτορμέω]] (Α)<br />[[βγαίνω]] από τον δρόμο μου, [[λοξοδρομώ]], [[παραστρατίζω]], [[βγαίνω]] από τον ίσιο δρόμο.
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτορμέω Medium diacritics: ἐκτορμέω Low diacritics: εκτορμέω Capitals: ΕΚΤΟΡΜΕΩ
Transliteration A: ektorméō Transliteration B: ektormeō Transliteration C: ektormeo Beta Code: e)ktorme/w

English (LSJ)

(τόρμη) turn from the way, Paus.Gr.Fr.310.

Spanish (DGE)

salirse del camino, extraviarse ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.

German (Pape)

[Seite 782] (τορμή), vom geraden Wege abschweifen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτορμέω: (τόρμη) ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.

Greek Monolingual

ἐκτορμέω (Α)
βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο.