επιληψία: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(13)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιληψία]])<br />[[πάθηση]] του εγκεφάλου με κύρια συμπτώματα: σπασμούς εντοπισμένους ή γενικευμένους, [[απώλεια]] συνειδήσεως, αισθητηριακές ψευδαισθήσεις και διάφορες ψυχικές διαταραχές<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράτημα]], [[σταμάτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληψία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λήπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δωρο</i>-<i>ληψία</i>, <i>προσωπο</i>-<i>ληψία</i>)].
|mltxt=η (AM [[ἐπιληψία]])<br />[[πάθηση]] του εγκεφάλου με κύρια συμπτώματα: σπασμούς εντοπισμένους ή γενικευμένους, [[απώλεια]] συνειδήσεως, αισθητηριακές ψευδαισθήσεις και διάφορες ψυχικές διαταραχές<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράτημα]], [[σταμάτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληψία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λήπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[δωροληψία]], [[προσωποληψία]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM ἐπιληψία)
πάθηση του εγκεφάλου με κύρια συμπτώματα: σπασμούς εντοπισμένους ή γενικευμένους, απώλεια συνειδήσεως, αισθητηριακές ψευδαισθήσεις και διάφορες ψυχικές διαταραχές
αρχ.
κράτημα, σταμάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δωροληψία, προσωποληψία)].