επίλοιπος: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(13) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίλοιπος]], -ον) [[επιλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]], αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ [[προκείμενον]] τῶν ἐπιλοίπων λόγων [[πάλιν]] ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίλοιπος]], -ον) [[επιλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]], αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ [[προκείμενον]] τῶν ἐπιλοίπων λόγων [[πάλιν]] ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῦ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, [[μελλοντικός]] («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῖς θείς», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίλοιπος, -ον) επιλείπω
ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῦ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῖς θείς», Πλάτ.).