επιτέμνω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(14) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐπιτέμνω]], ιων. τ. [[ἐπιτάμνω]]) [[τέμνω]]<br />[[συντομεύω]], [[συμπτύσσω]], [[μικραίνω]] τη χρονική [[διάρκεια]] («ἡ δέ Κτησίου [[διήγησις]], ὡς ἐπιτέμνοντι [[πολλά]] [[συντόμως]] | |mltxt=(Α [[ἐπιτέμνω]], ιων. τ. [[ἐπιτάμνω]]) [[τέμνω]]<br />[[συντομεύω]], [[συμπτύσσω]], [[μικραίνω]] τη χρονική [[διάρκεια]] («ἡ δέ Κτησίου [[διήγησις]], ὡς ἐπιτέμνοντι [[πολλά]] [[συντόμως]] ἀπαγγεῖλαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαράζω]], [[σχίζω]], [[κάνω]] [[τομή]] («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών [[παρά]] τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τραυματίζω]] («ἐπιτεμών τήν σαυτοῦ κεφαλήν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[κόβω]], [[αφαιρώ]], [[αποσιωπώ]] («καὶ τοιαύτας πορίζεσθαι προφάσεις, ὡς... ἐπιτέμνειν ἀδύνατον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εμποδίζω]] τη θέα<br /><b>5.</b> [[διακόπτω]] τον ομιλητή («ὁ δέ [[βασιλεύς]], ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβύτην, ἐπιτεμών», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
(Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) τέμνω
συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῖλαι», Πλούτ.)
αρχ.
1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει», Ηρόδ.)
2. τραυματίζω («ἐπιτεμών τήν σαυτοῦ κεφαλήν», Αισχίν.)
3. (για λόγο) κόβω, αφαιρώ, αποσιωπώ («καὶ τοιαύτας πορίζεσθαι προφάσεις, ὡς... ἐπιτέμνειν ἀδύνατον», Πολ.)
4. εμποδίζω τη θέα
5. διακόπτω τον ομιλητή («ὁ δέ βασιλεύς, ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβύτην, ἐπιτεμών», Πολ.).