ἑπταήμερος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eptaimeros | |Transliteration C=eptaimeros | ||
|Beta Code=e(ptah/meros | |Beta Code=e(ptah/meros | ||
|Definition= | |Definition=ἑπταήμερον, [[lasting seven days]], D.C.76.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑπταήμερον, lasting seven days, D.C.76.1.
German (Pape)
[Seite 1012] siebentägig, ἑορτή D. Cass. 76, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταήμερος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. ἑπτήμερος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπταήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί επτά ημέρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επταήμερο
χρονικό διάστημα επτά ημερών
μσν.
ηλικίας επτά ημερών.