εσθίω: Difference between revisions

From LSJ
(14)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσθίω]] (AM)<br />[[τρώγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θηρία) [[καταβροχθίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]] και διαβρωτική νόσο) [[κατατρώγω]] («πάντας πῡρ ἐσθίει», <b>Αισχύλ.</b><br />«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]], [[στενοχωρώ]] («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[μέσα]] στο [[στόμα]] μου («[[ἐσθίω]] γλῶτταν αὐλοῡ», Φιλόστρ.)<br /><b>5.</b> [[καταξοδεύω]] («ἐσθίεται [[οἶκος]]» — η [[περιουσία]] κατασπαταλιέται, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐσθίω]] τὴν χελύνην» — [[δαγκώνω]] το [[χείλος]]<br />β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[εσθίω]] και [[έσθω]] [[είναι]] άλλοι τ. ενεστ. του <i>έδω</i>, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. <i>έσθι</i> (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>addhi</i>].
|mltxt=[[ἐσθίω]] (AM)<br />[[τρώγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θηρία) [[καταβροχθίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]] και διαβρωτική νόσο) [[κατατρώγω]] («πάντας πῡρ ἐσθίει», <b>Αισχύλ.</b><br />«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]], [[στενοχωρώ]] («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[μέσα]] στο [[στόμα]] μου («[[ἐσθίω]] γλῶτταν αὐλοῦ», Φιλόστρ.)<br /><b>5.</b> [[καταξοδεύω]] («ἐσθίεται [[οἶκος]]» — η [[περιουσία]] κατασπαταλιέται, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐσθίω]] τὴν χελύνην» — [[δαγκώνω]] το [[χείλος]]<br />β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[εσθίω]] και [[έσθω]] [[είναι]] άλλοι τ. ενεστ. του <i>έδω</i>, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. <i>έσθι</i> (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>addhi</i>].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐσθίω (AM)
τρώγω
αρχ.
1. (για θηρία) καταβροχθίζω
2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ.
«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)
3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)
4. βάζω μέσα στο στόμα μου («ἐσθίω γλῶτταν αὐλοῦ», Φιλόστρ.)
5. καταξοδεύω («ἐσθίεται οἶκος» — η περιουσία κατασπαταλιέται, Ομ. Οδ.)
6. φρ. α) «ἐσθίω τὴν χελύνην» — δαγκώνω το χείλος
β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εσθίω και έσθω είναι άλλοι τ. ενεστ. του έδω, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. έσθι (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. addhi].