φευξασπίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(12) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fefksaspidion | |Transliteration C=fefksaspidion | ||
|Beta Code=feucaspi/dion | |Beta Code=feucaspi/dion | ||
|Definition=τό, <span | |Definition=τό, = [[πόλιον]], Ps.-Dsc.3.110. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φευξασπίδιον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], Διοσκ. 3. 124. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[είδος]] ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το [[φυτό]] [[πόλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίδιον]], ονομ. φυτού. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι αποτελεί [[αντίδοτο]] για το [[δηλητήριο]] τών ερπετών]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:35, 23 August 2022
English (LSJ)
τό, = πόλιον, Ps.-Dsc.3.110.
Greek (Liddell-Scott)
φευξασπίδιον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φεύγω + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών].