ζωτικότητα: Difference between revisions
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ικανότητα]] για ζωή, [[ενεργητικότητα]], [[ζωντάνια]], [[δραστηριότητα]] («η [[ζωτικότητα]] της φυλής»)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[ζωηρότητα]], [[ακμή]] («η [[ζωτικότητα]] του ανθρώπινου οργανισμού»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σοβαρότητα]], [[σπουδαιότητα]] («[[ζωτικότητα]] συμφερόντων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ικανότητα]] για ζωή, [[ενεργητικότητα]], [[ζωντάνια]], [[δραστηριότητα]] («η [[ζωτικότητα]] της φυλής»)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[ζωηρότητα]], [[ακμή]] («η [[ζωτικότητα]] του ανθρώπινου οργανισμού»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σοβαρότητα]], [[σπουδαιότητα]] («[[ζωτικότητα]] συμφερόντων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>vitalite</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Πατάκη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:18, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. ικανότητα για ζωή, ενεργητικότητα, ζωντάνια, δραστηριότητα («η ζωτικότητα της φυλής»)
2. μεγάλη ζωηρότητα, ακμή («η ζωτικότητα του ανθρώπινου οργανισμού»)
3. μτφ. σοβαρότητα, σπουδαιότητα («ζωτικότητα συμφερόντων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. vitalite). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Πατάκη].