ηλίκος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(16)
 
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[δακτυλικός]] [[νόμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -(<i>ᾱ</i>)<i>λικ</i>- όπως στα αρχ. σλαβ. <i>jelikŭ</i> «όσος», <i>tolikŭ</i> «[[τόσος]]» <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από την [[ετυμολογία]] του [[ήλιξ]]. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό [[τηλίκος]] και το ερωτηματικό [[πηλίκος]].
|mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- ([[πρβλ]]. λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[δακτυλικός]] [[νόμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -(<i>ᾱ</i>)<i>λικ</i>- όπως στα αρχ. σλαβ. <i>jelikŭ</i> «όσος», <i>tolikŭ</i> «[[τόσος]]» <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από την [[ετυμολογία]] του [[ήλιξ]]. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό [[τηλίκος]] και το ερωτηματικό [[πηλίκος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 9 September 2022

Greek Monolingual

ἡλίκος, -η, -ον (Α)
1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο
αρχ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.)
2. πόσο μικρός
3. στον πληθ. ἡλίκοι
αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») + κατάλ. -ικός με αναβιβασμό του τόνου (δακτυλικός νόμος). Κατ' άλλη άποψη < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -()λικ- όπως στα αρχ. σλαβ. jelikŭ «όσος», tolikŭ «τόσος» + καταλ. -ος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ετυμολογία του ήλιξ. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό τηλίκος και το ερωτηματικό πηλίκος.