θέμειλον: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(16)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θέμειλον]], το (Α)<br />το [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό αρχαΐζον παράγωγο <span style="color: red;"><</span> <i>θεμελιώ</i>].
|mltxt=[[θέμειλον]], το (Α)<br />το [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό αρχαΐζον παράγωγο <span style="color: red;"><</span> <i>θεμελιώ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θέμειλον:''' τό Anth. = [[θέμεθλα]].
}}
}}

Latest revision as of 21:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1193] τό, dasselbe, erst sp. D., Ep. ad. 401 (App. 2701; κρηπῖδος Paul. Sil. amb. 249; Maced. 31 (IX, 649).

Greek Monolingual

θέμειλον, το (Α)
το θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό αρχαΐζον παράγωγο < θεμελιώ].

Russian (Dvoretsky)

θέμειλον: τό Anth. = θέμεθλα.